βαρελοποιός

βαρελοποιός
ο бочар Ραρελοσάνιδο τό , βαρελοποιόςίς (-ίδος) η клёпка (бондарная)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βαρελοποιός" в других словарях:

  • βαρελοποιός — ο ο βαρελάς …   Dictionary of Greek

  • βαρελοποιός — ο βλ. βαρελάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτσάς — ο [βουτσί] αυτός που κατασκευάζει βουτσιά, ο βαρελοποιός …   Dictionary of Greek

  • βαγενάς — ο ο βαρελοποιός, ο βαρελάς:Η τέχνη του βαγενά δεν υπάρχει πια! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτσάς — ο ο βαρελάς, ο βαρελοποιός, ο βαγενάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυτιοποιός — ο ο κατασκευαστής βυτίων, ο βαρελοποιός, ο βαγενάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»